διαφθορα

διαφθορα
    διαφθορά
    δια-φθορά
    ἥ
    1) разрушение, разорение
    

(τῆς πόλεως Thuc.)

    2) повреждение, обезображивание, порча
    

(τῆς μορφῆς Aesch.)

    3) уничтожение, истребление
    

(πρὸς τοὺς βαρβάρους μέχρι διαφθορᾶς πολεμεῖν Plat.)

    Λαΐου διαφθοραί Soph. — убийство Лаия;
    διαφθοραὴ ὀμμάτων Soph. или δεργμάτων Eur. — лишение зрения, ослепление

    4) развращение, совращение
    

(τῶν νέων Xen.)

    5) подкуп
    

(διαφθοραὴ κριτῶν Arst.)

    6) порочность
    

(τὰς ψυχὰς διαφθορᾶς ἀναπιμπλάναι Plut.)

    7) тело, бросаемое на съедение
    

(ἐφεῖναί τινα ἰχθύσιν διαφθοράν Soph.)

    ὕβρισμα καὴ διαφθοράν τινι Eur. — на посмеяние и на растерзание кому-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διαφθορα" в других словарях:

  • διαφθορά — διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc/acc dual διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορᾷ — διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορά — η 1. ο ανήθικος τρόπος ζωής, η ηθική κατάπτωση: Ζει μέσα στη διαφθορά. 2. εξαγορά, δωροδοκία: Η διαφθορά δημόσιων λειτουργών είναι το χειρότερο δείγμα ξεπεσμού των δημόσιων ηθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • διαφθορᾶι — διαφθορᾷ , διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοράν — διαφθορά̱ν , διαφθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοράς — διαφθορά̱ς , διαφθορά destruction fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοραῖς — διαφθορά destruction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοραί — διαφθορά destruction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορᾶς — διαφθορά destruction fem gen sg (attic doric aeolic) διαφθορεύς corrupter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορῆς — διαφθορά destruction fem gen sg (epic ionic) διαφθορέω pres ind act 2nd sg (doric) διαφθορεύς corrupter masc nom pl διαφθορεύς corrupter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»